Η αρβανίτικη γλώσσα δεν έχει κάποια λέξη για να περιγράψει το δάσος γενικά. Έχει φυλάξει όμως δύο ειδικές λέξεις για να περιγράψει την καθημερινή εμπειρία των ανθρώπων της με κομμάτια αυτού, μία για τον έλατο (μπέραζ’) και μία για το πεύκο (βγκεντ). Αυτήν την τελευταία, εάν βρεθείς στα σωστά καφενεία των χωριών του Κιθαιρώνα που συνήθως δεν αποτελούν πέρασμα για τους αθηναίους εκδρομείς του σαββατοκύριακου, πιθανόν να την ακούσεις ακόμα, δηλωτικό στοιχείο των τρόπων επιβίωσης αλλά και διαχωρισμού των ντόπιων μέσα στον χρόνο.
Στα νότια του βουνού οι Βιλιώτες, είχαν σαν βασική επαγγελματική ενασχόληση τη συλλογή ρητίνης και την παραγωγή ξυλοκάρβουνου. Το πουρνάρι, ο σχινος, η αγριελια έβγαζαν το καλύτερο απ’ αυτό. Το βγκεντ ήταν μέρος της ζωής τους. Και γι’ αυτό κουβαλούσαν στην καμπούρα τους τους υποτιμητικούς χαρακτηρισμούς του μπιθρετσίνα (του κωλορετσινά) και του ζορ’ ι (του μαυροεντερά, δηλαδή του πάντα πεινασμένου). Από την άλλη, στον βορρά, οι Κριεκουκιώτες είχαν στραμμένο το βλέμμα στον κάμπο της Θήβας που απλώνεται κάτω από το χωριό, στην καλλιέργεια της γης εκεί και μάλλον δεν πολυσυμπαθούσαν τους ορεινούς πληθυσμούς των Δερβενοχωρίων. Το βουνό, πέρασμα που ένωνε τα δύο χωριά με ένα μονοπάτι που περπατιέται μέχρι σήμερα, κατέβαζε τους Βιλιώτες για δουλειά στα χωράφια του κάμπου και μαζί και τους μύθους του βουνού και της Κιάφα Μούζα. Εκεί, όταν ξαπόσταιναν κάτω από τις γκορτσιές, τα μόνα δένδρα που φύτρωναν στο ίσιωμα χαρίζοντας τον ίσκιο τους στους εργάτες γης, ύφαιναν τους δικούς τους χαρακτηρισμούς για τους Κριεκουκιώτες: μπούζηδες τους ανέβαζαν (δηλαδή χειλάδες, από τα σαρκώδη χείλη των αγελάδων που εξέτρεφαν), βεσκούκιδες τους κατέβαζαν (κοκκινοαφτιάδες, από το χρώμα τους που είχε σταματήσει να είναι κίτρινο από την αναιμία που προκαλούσε η ελονοσία καθώς είχαν βελτιωθεί οι διατροφικές τους επιλογές).
Ψηλά στο βουνό οι κιάφες ξαποσταίνουν παρέα με τους διαβάτες και χασκογελάνε όταν καταλαβαίνουν ότι την έχουν σκαπουλάρει από την εθνική γραμμή της μετονομασίας των αρβανίτικων χωριών στα πιο χαμηλά υψόμετρα. Στα καφενεία τα βαλκάνια πρόσωπα των ανθρώπων που μοιράζονται τσίπουρο και κάπνα μαζί σου είναι σμιλευμένα με σφυρί και καλέμι, με εκείνη τη μοναδική λεπτότητα που χαρακτήριζε την χειρωνακτική δουλειά των πρώτων αλβανών οικοδόμων που έφταναν σε τούτα τα μέρη. Τα νερά του Κιθαιρώνα λίγα, κάποτε το ρέμα της γκούρας κινούσε τρεις νερόμυλους και ξεδίψαγε τα Βίλια. Το ρέμα της γαϊδούρας χώνεται στον κάμπο, περιμένει τους βοριάδες του Αιγαίου που θα ξεγελάσουν την επιβλητική Δίρφη και θα φτάσουν μέχρι την καρδιά της Βοιωτίας πλαγιοκοπώντας το Κριεκούκι. Και μαζί τους φέρνουν τσουχτερό κρύο και μία ευκολία χιονοπτώσεων που δεν τη συναντάς εύκολα σε οικισμούς των 400 μέτρων.
Σύντομα θα χαθεί κάθε λέξη στην ντοπιολαλιά που θα μπορεί να περιγράψει τον Κιθαιρώνα με εμπειρίες σε χρόνο ενεστώτα και όχι παρελθοντικό. Οι άνθρωποι των δύο βασικών χωριών του δεν κοιτάνε πια προς τη μεριά του βουνού, αλλά είτε προς τον κάμπο είτε προς τα παραθαλάσσια τουριστικά θέρετρα του κορινθιακού κόλπου. Το βουνό χαραγμένο με δρόμους, σπαρμένο με αιολικά εργοστάσια, καλωδιωμένο με γραμμές μεταφοράς ρεύματος, ταπεινωμένο στην κορυφή του και στα ριζά του από δύο ερειπωμένες στρατιωτικές εγκαταστάσεις έχει μείνει εκεί να καρτερεί απομονωμένες πεζοπορίες, να γίνεται πρώτη ύλη σε προλεταριακές ιστορίες τρέλας του πρωτογενούς τομέα ενός άλλου αιώνα, να προσφέρει τα άγρια χόρτα του στους μεσήλικες ντόπιους που το ανεβαίνουν αραιά και που και να τροφοδοτει τους μύθους της αρχαίας ελληνικής γραμματείας.
Η αρβανίτικη γλώσσα δεν έχει κάποια λέξη για να περιγράψει το δάσος γενικά. Έχει φυλάξει όμως δύο ειδικές λέξεις για να περιγράψει την καθημερινή εμπειρία των ανθρώπων της με κομμάτια αυτού, μία για τον έλατο (μπέραζ’) και μία για το πεύκο (βγκεντ). Αυτήν την τελευταία, εάν βρεθείς στα σωστά καφενεία των χωριών του Κιθαιρώνα που συνήθως δεν αποτελούν πέρασμα για τους αθηναίους εκδρομείς του σαββατοκύριακου, πιθανόν να την ακούσεις ακόμα, δηλωτικό στοιχείο των τρόπων επιβίωσης αλλά και διαχωρισμού των ντόπιων μέσα στον χρόνο.
Στα νότια του βουνού οι Βιλιώτες, είχαν σαν βασική επαγγελματική ενασχόληση τη συλλογή ρητίνης και την παραγωγή ξυλοκάρβουνου. Το πουρνάρι, ο σχινος, η αγριελια έβγαζαν το καλύτερο απ’ αυτό. Το βγκεντ ήταν μέρος της ζωής τους. Και γι’ αυτό κουβαλούσαν στην καμπούρα τους τους υποτιμητικούς χαρακτηρισμούς του μπιθρετσίνα (του κωλορετσινά) και του ζορ’ ι (του μαυροεντερά, δηλαδή του πάντα πεινασμένου). Από την άλλη, στον βορρά, οι Κριεκουκιώτες είχαν στραμμένο το βλέμμα στον κάμπο της Θήβας που απλώνεται κάτω από το χωριό, στην καλλιέργεια της γης εκεί και μάλλον δεν πολυσυμπαθούσαν τους ορεινούς πληθυσμούς των Δερβενοχωρίων. Το βουνό, πέρασμα που ένωνε τα δύο χωριά με ένα μονοπάτι που περπατιέται μέχρι σήμερα, κατέβαζε τους Βιλιώτες για δουλειά στα χωράφια του κάμπου και μαζί και τους μύθους του βουνού και της Κιάφα Μούζα. Εκεί, όταν ξαπόσταιναν κάτω από τις γκορτσιές, τα μόνα δένδρα που φύτρωναν στο ίσιωμα χαρίζοντας τον ίσκιο τους στους εργάτες γης, ύφαιναν τους δικούς τους χαρακτηρισμούς για τους Κριεκουκιώτες: μπούζηδες τους ανέβαζαν (δηλαδή χειλάδες, από τα σαρκώδη χείλη των αγελάδων που εξέτρεφαν), βεσκούκιδες τους κατέβαζαν (κοκκινοαφτιάδες, από το χρώμα τους που είχε σταματήσει να είναι κίτρινο από την αναιμία που προκαλούσε η ελονοσία καθώς είχαν βελτιωθεί οι διατροφικές τους επιλογές).
Ψηλά στο βουνό οι κιάφες ξαποσταίνουν παρέα με τους διαβάτες και χασκογελάνε όταν καταλαβαίνουν ότι την έχουν σκαπουλάρει από την εθνική γραμμή της μετονομασίας των αρβανίτικων χωριών στα πιο χαμηλά υψόμετρα. Στα καφενεία τα βαλκάνια πρόσωπα των ανθρώπων που μοιράζονται τσίπουρο και κάπνα μαζί σου είναι σμιλευμένα με σφυρί και καλέμι, με εκείνη τη μοναδική λεπτότητα που χαρακτήριζε την χειρωνακτική δουλειά των πρώτων αλβανών οικοδόμων που έφταναν σε τούτα τα μέρη. Τα νερά του Κιθαιρώνα λίγα, κάποτε το ρέμα της γκούρας κινούσε τρεις νερόμυλους και ξεδίψαγε τα Βίλια. Το ρέμα της γαϊδούρας χώνεται στον κάμπο, περιμένει τους βοριάδες του Αιγαίου που θα ξεγελάσουν την επιβλητική Δίρφη και θα φτάσουν μέχρι την καρδιά της Βοιωτίας πλαγιοκοπώντας το Κριεκούκι. Και μαζί τους φέρνουν τσουχτερό κρύο και μία ευκολία χιονοπτώσεων που δεν τη συναντάς εύκολα σε οικισμούς των 400 μέτρων.
Σύντομα θα χαθεί κάθε λέξη στην ντοπιολαλιά που θα μπορεί να περιγράψει τον Κιθαιρώνα με εμπειρίες σε χρόνο ενεστώτα και όχι παρελθοντικό. Οι άνθρωποι των δύο βασικών χωριών του δεν κοιτάνε πια προς τη μεριά του βουνού, αλλά είτε προς τον κάμπο είτε προς τα παραθαλάσσια τουριστικά θέρετρα του κορινθιακού κόλπου. Το βουνό χαραγμένο με δρόμους, σπαρμένο με αιολικά εργοστάσια, καλωδιωμένο με γραμμές μεταφοράς ρεύματος, ταπεινωμένο στην κορυφή του και στα ριζά του από δύο ερειπωμένες στρατιωτικές εγκαταστάσεις έχει μείνει εκεί να καρτερεί απομονωμένες πεζοπορίες, να γίνεται πρώτη ύλη σε προλεταριακές ιστορίες τρέλας του πρωτογενούς τομέα ενός άλλου αιώνα, να προσφέρει τα άγρια χόρτα του στους μεσήλικες ντόπιους που το ανεβαίνουν αραιά και που και να τροφοδοτει τους μύθους της αρχαίας ελληνικής γραμματείας.