Δεν μπορούσε να επαναφέρει στη μνήμη του την τελευταία φορά που είχε δει την πόλη να ξυπνάει έτσι μαζικά, τόσο πρωί, χωρίς να έχει να πάει στη δουλειά της. Οι άνθρωποί της να αποκτούν προτεραιότητα απέναντι σε διστακτικά τροχοφόρα, καταμεσής των δρόμων. Να ξεχύνονται σε κάθε στενό, η αναζήτηση πεζόδρομων και πλατειών είναι ένας πλεονασμός αχρείαστος για την περίπτωσή. Τα τρανταχτά γέλια, οι φωνές, οι αυτοσχεδιασμοί να κροταλίζουν την ησυχία που απλωνόταν μαζί με το χιόνι. Οι μάσκες χαμηλά. Ήταν η μέρα που κοιτώντας τα μάτια μπορούσες να αφήσεις κατά μέρος τις μαντεψιές, άραγε πώς χασκογελούν παρακάτω τα χείλη, πώς μοιάζουν τα μουστάκια που δεν αποτριχώθηκαν, τα αξύριστα μούσια, τα ανομοιόμορφα πηγούνια, οι επιδερμίδες. Ήταν η μέρα που ο άλλος σε έβλεπε να πλησιάζεις και δεν άλλαζε από φόβο πεζοδρόμιο. Λίγο η δυσκολία της ξαφνικής αλλαγής κατεύθυνσης, λίγο η διαφορετική ιεράρχηση προτεραιοτήτων. Η κοινωνικότητα κοιτούσε έκπληκτη τα βήματα προς την επανεφεύρεσή της.

Οι λίγοι μανάβηδες της γειτονιάς ξεπουλήσανε από καρότα. Οι ιδιοκτήτες της διπλανής πόρτας δεν σε στραβοκοιτάζανε όταν πλησίαζες το παρκαρισμένο αμάξι τους και άπλωνες τις χούφτες σου σε αυτό. Στο μάρκετ οι υπάλληλοι ήταν αφηρημένοι και δεν είχαν στο νου τους να «εξυπηρετήσουν καλά» τους πελάτες. Τα πιτσιρίκια οργάνωσαν τις κοπάνες τους στην εποχή της τηλεκπαίδευσης και το μεσημέρι οι χιονίστρες στα δάχτυλά τους έκαναν αδύνατη τη χρήση του πληκτρολογίου, δηλώνοντας απών από το δρακουμελικό ραντεβού που τους είχε δώσει μέσω σόσιαλ μήντια η υπουργός παιδείας. Στην Τρώων ένα χιονοδόφραγμα έκλεινε τον δρόμο. Γιατί, έτσι. Οι δρόμοι άδειοι από ένστολους, η πολιτική προστασία πιθανόν σήμερα θα μπορούσε να μετρήσει τις λιγότερες άδειες που έχουν ζητηθεί για την κατοχύρωση της κυκλοφορίας στην πόλη. Σε δύο εβδομάδες θα μπορούσε να είναι η σειρά της να πάρει ρεβάνς, να κατηγορήσει την μέρα της ανεμελιάς μας ως αιτία για την «αύξηση των κρουσμάτων».

Ένιωσε λίγο καλύτερα που δεν είδε παπιά να προσπαθούν με το βάδισμα της χήνας να παραδώσουν εμπορεύματα. Χαμογέλασε σε εκείνους τους μεσήλικες που ανέβαιναν στου Φιλοπάππου ξεσκονίζοντας τα μπατόν στα χέρια. Τίναξε τα λυγισμένα απ΄το βάρος του χιονιού δέντρα που έκλειναν το μονοπάτι. Στο βάθος, στον Ελαιώνα, τα αντίσκηνα στο camp, λυγισμένα επίσης από το βάρος του χιονιού, με ανθρώπους μέσα σε αυτά λυγισμένους από το κρύο και τον εγκλεισμό, επιτάσσουν το τίναγμα των ντόπιων κανιβάλων και της οργανωμένης κρατικής (αντι)μεταναστευτικής πολιτικής.

Το απέναντι παράθυρο καδράριζε την εικόνα μιας κυρίας φτιασιδωμένης με στρώσεις υφασμάτων επάνω της. Οι χάρτες ενεργειακής φτώχειας αυτής της πόλης που δημοσιεύτηκαν σε ανύποπτους χρόνους συμπυκνώνουν πολλές και διαφορετικές ιστορίες διαμερισμάτων με ελάχιστες υποψίες θέρμανσης. Αυτός κάποτε τις κρύες μέρες του χειμώνα τις έβγαζε στην βιβλιοθήκη της σχολής. Μία τέτοια μέρα, σιχτίρισε που θα έμενε μακρυά απ΄τα ζεστά – και μόνο γι΄αυτό – γραφεία της εταιρείας. Ένιωσε το αδιέξοδο των συνταξιούχων χωρίς την ξυλόσομπα του καφενείου. Και με μία προ-σύνταξη στο πορτοφόλι τους.

Ξάπλωσε στο απάτητο χιόνι, κάτω από τις φραγκοσυκιές. Σκέφτηκε πόσες διαφορετικές λέξεις έχουν οι Σάμι και οι Ινουίτ για να περιγράφουν το χιόνι, τον πάγο, τους ταράνδους. Το κοινωνικό τους περιβάλλον. Σκέφτηκε πόσο φτωχό είναι το δικό μας λεξιλόγιο για να περιγράψει την οριοθέτηση και τον έλεγχό της κοινωνικής μας αναπαραγωγής τους τελευταίους μήνες. Πόσο χρειάζεται να ερμηνεύσουμε, να κοπιάσουμε για να εφεύρουμε λέξεις με περιεχόμενο, θελκτικές πρώτα για εμάς τους ίδιους, για εμάς τις ίδιες. Και έπειτα για να (μας) εμπνεύσουν πράξεις. Γιατί χιόνι είναι και θα λιώσει.