blog-tom waitsΤο τελευταίο βράδυ εκεί, σε μία πόλη ποτισμένη με την αλμύρα της θάλασσας και τυλιγμένη με τη μυρωδιά βενζινομηχανών και σάπιου σίδερου, τον βρήκε αφηρημένο στην άκρη της μπάρας ενός σκοτεινού τζαζόμπαρου. Η καμπάνα της διπλανής εκκλησίας ολοκλήρωνε τον δωδέκατο χτύπο της, αυτός δεν είχε πολύ ώρα που είχε κρεμάσει το μπουφάν του στον τοίχο και τα χείλη του στο πρώτο ποτήρι κονιάκ. Ο Dizzy Gillespie έστηνε παιχνίδια με παραφουσκωμένα μάγουλά και τρομπέτες γύρω από τα αυτιά του. Στον απέναντι τοίχο η Ella Fitzgerald και η Dinah Washington είχαν κολλήσει τα βλέμματά τους επάνω του, επίμονα, θα μπορούσες να το δεις και σαν ένα αδιάκριτο φλερτάρισμα, σε καμία περίπτωση όμως ενοχλητικό. Τα μάτια του κουρασμένα και κόκκινα από τον τσιγαρόκαπνο που στροβίλιζε μέσα στο χαμηλοτάβανο δωμάτιο, είχαν επιδοθεί άθελά τους σε έναν ιδιαίτερο διαγωνισμό για το ποιός θα τα απομακρύνει πρώτος απ΄τον άλλον. Πότισε την ήττα του με ένα δεύτερο κονιάκ, έκανε μία κυκλωτική με τα βλέφαρά του, έβαλε σε μία σειρά τις θύμησες που του στέγνωναν τα χείλη και κάπου εκεί του έπιασε κουβέντα ο Tom Waits που εν τω μεταξύ είχε γλιστρήσει στο διπλανό σκαμπό.

Του περιέγραψε το φεγγάρι που συνάντησε πριν περάσει την πόρτα του μπαρ, γεμάτο, σα μικρό βερίκοκο στον ουρανό, που έγινε λουλακί. Και την ώρα που το ρολόι έδειχνε μεσάνυχτα, την ώρα που ένας τεμπέλης γέρος γάτος ξεφάντωνε, ο ήχος της Rosie αντηχούσε στα αυτιά και των δύο. Θυμήθηκε την θαμπάδα του ψιλόβροχου, τις οφθαλμαπάτες που ξεπηδούν μέσα από ομιχλώδεις νύχτες σε εγκαταλελειμμένους δρόμους. Τα βλέφαρά του ξαφνικά άνοιξαν, στηριγμένα και μεσίστιες συνάμα. Το Warm beer and cold women τον βρήκε παρέα με τζιν και κονιάκ -το τρίτο, για τον άλλον- να ανακυκλώνει ιστορίες για ξανθιές πλατίνες και καπνισμένες μελαχροινές. Το παλιό αθλητικό παλτό του, κρεμασμένο παραδίπλα, είχε τσέπες γεμάτες με γραμμάτια και με μία απόδειξη από ένα μοτέλ. Με σπασμένη φωνή διηγήθηκε το τελευταίο πέρασμά του απο το νεκροταφείο, εκεί όπου βρισκόταν τώρα αυτή που είχαν ορκιστεί ότι θα είναι μαζί. Κάθισε οκλαδόν, πήρε την κιθάρα και σιγοτραγούδησε το Innocent when you dream. Οι νυχτερίδες είχαν φωλιάσει στο καμπαναριό που πριν τον καθοδηγούσε μέσα στον χρόνο, γέλασε δυνατά να διώξει μακρυά το κακό και βρήκε παρηγοριά στη σκέψη ότι όλα είναι φτιαγμένα από βινύλιο, ακόμα και η αγκαλιά της.

Η βελόνα στο πικάπ πίσω από την μπάρα άρχισε να σκαλίζει το Chocolate Jesus. Η βραχνάδα είχε φωλιάσει και στο δικό του φάρυγγα, ήδη στεγνός από το τέταρτο κονιάκ που κατέβαζε. Το ξημέρωμα έσκαγε μέσα από μία θολούρα που δεν του επέτρεπε να ξαναβρεί τη φιγούρα που τον συντρόφεψε το βράδυ. Την θυμάται να βγαίνει με κομπασμό από ένα κάδρο απέναντι και να πλησιάζει. Δε θυμόταν πολλά απ΄όσα είχαν πει, μία μπερδεμένη σκέψη, όμως, του είχε κολλήσει ξαφνικά στο μυαλό. Ότι θα ένιωθε πολύ καλά εάν και ο δικός του Ιησούς ήταν σοκολατένιος. Το αλκοόλ; Ή κάποια ξαφνική υπογλυκαιμία; Δηλαδή;

* μία αλλόκωτη ιστορία για να ξορκίσει μάταιες προσμονές.  _αφιερωμένη.

Κράτα το